- αποτρελαίνω
- αποτρελαίνω, αποτρέλανα βλ. πίν. 44
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποτρελαίνω — τρελαίνω ολωσδιόλου, ξετρελαίνω, απομουρλαίνω … Dictionary of Greek
αποτρελαίνω — ανα, άθηκα, αμένος 1. τρελαίνω κάποιον εντελώς: Ήταν βλαμμένη, αλλά ο θάνατος του παιδιού της την αποτρέλανε. 2. ενοχλώ υπερβολικά: Τον αποτρέλαναν τον άνθρωπο με τις φωνές και τις σάχλες τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξελωλαίνω — αποτρελαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + λωλαίνω] … Dictionary of Greek
αποτυφλώνω — (AM ἀποτυφλῶ, όω, Μ κ. τυφλώνω) 1. καθιστώ κάποιον τελείως τυφλό, αποστραβώνω 2. μτφ. αποτρελαίνω κάποιον, τον κάνω να μη μπορεί να σκέπτεται λογικά 3. ( ομαι) αισθάνομαι ενόχληση, θάμπωμα στα μάτια μου, θαμπώνομαι αρχ. 1. κόβω τον οφθαλμό (μάτι) … Dictionary of Greek
ξεμουρλαίνω — 1. αποτρελαίνω 2. ξελογιάζω, ξεμυαλίζω («τόν ξεμούρλανε μια μικρούλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + μουρλαίνω] … Dictionary of Greek